ἐμπνεόμενοι

ἐμπνεόμενοι
ἐμπνέω
blow
pres part mp masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
ἐμπνέω
blow
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • στουρμ ουντ ντρανγκ — (Sturm und Drang). Κατά λέξη Θύελλα και Ορμή, από το ομώνυμο δράμα, 1777, του Φρήντριχ Μαξιμίλιαν Κλίνγκερ). Ιδεολογικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Γερμανία μεταξύ του 1770 και του 1880 περίπου και κινητοποίησε τις ζωντανότερες δυνάμεις του… …   Dictionary of Greek

  • Κρέιγκ, Έντουαρντ Γκόρντον — (Edward Gordon Craig, Χερτφορντσάιρ 1872 – Βενς 1966). Άγγλος σκηνοθέτης, σκηνογράφος και θεωρητικός του θεάτρου. Γιος μιας ηθοποιού και ενός αρχιτέκτονα, έπαιζε στο θέατρο έως το 1887. Στη συνέχεια ασχολήθηκε κατά διαστήματα με τη σκηνοθεσία και …   Dictionary of Greek

  • φοβ - φοβισμός — (από το γαλλικό fauves = θηρία). Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βοξέλ, που στο παρισινό σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μαρκ (ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας) τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς, Μαρκέ, Πιί, Mανγκέν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”